- κλινοφόρος
- κλινοφόρος, -ον (Α)κλινηφόρος*, αυτός που είναι φορτωμένος, που κουβαλάει κρεβάτι («κλινοφόροι ἡμίονοι», Θεοφ. Σιμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -φόρος (< φέρω), πρβλ. στεφανη-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλινοφορώ — κλινοφορῶ, έω (Α) [κλινοφόρος] κουβαλώ κρεβάτι … Dictionary of Greek